ἀμφιβόσκομαι

ἀμφιβόσκομαι
ἀμφιβόσκομαι, Dep.,
A eat all about, Luc.Trag.303.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αμφιβόσκομαι — ἀμφιβόσκομαι (Α) βόσκω γύρω, τρώγω από παντού «ἐχίδνης ἰός ἀμφιβόσκεται» (Λουκιανός). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + βόσκομαι] …   Dictionary of Greek

  • ἀμφιβοσκόμενα — ἀμφιβόσκομαι eat all about fut part mid neut nom/voc/acc pl (doric) ἀμφιβόσκομαι eat all about pres part mp neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιβόσκεται — ἀμφιβόσκομαι eat all about fut ind mid 3rd sg (doric) ἀμφιβόσκομαι eat all about pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”